Συνεδρίασε σήμερα το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής υπό τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, στο Μέγαρο Μαξίμου.
Στην εισαγωγική του τοποθέτηση ο Πρωθυπουργός δήλωσε:
«Καλημέρα σας, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Σε αυτή την πρώτη συνεδρίαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής, νομίζω ότι είναι χρήσιμο να καταγραφεί ο διπλός ρόλος του, από τη μία πλευρά να συγχρονίζει τις δράσεις των παραγωγικών Υπουργείων με βάση τους άμεσους και τους μεσοπρόθεσμους στόχους που έχουμε θέσει και από την άλλη να χαράσσει μία εθνική οικονομική στρατηγική, ειδικά ενόψει των νέων δεδομένων, ειδικά μετά την επιλογή των Ηνωμένων Πολιτειών να ανατρέψουν ουσιαστικά μέσω της επιβολής δασμών λίγο-πολύ όσα ίσχυαν μέχρι σήμερα στο παγκόσμιο εμπόριο.
Αναφορικά με το πρώτο, νομίζω ότι οι ανάγκες είναι αρκετά προφανείς. Όλα τα τελευταία χρόνια η χώρα μας καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η απασχόληση έχει αυξηθεί κατά μισό εκατομμύριο θέσεις εργασίας, οι εξαγωγές και η εξωστρέφεια της οικονομίας διαρκώς βελτιώνονται. Ενώ, παρά τις πολλές εισαγόμενες κρίσεις, οι αυξήσεις μισθών και συντάξεων στάθηκαν ένα ανάχωμα απέναντι στον πληθωρισμό, πληθωρισμό ειδικά στα τρόφιμα, που τους τελευταίους μήνες βλέπουμε να έχει πρακτικά μηδενιστεί.
Ασφαλώς δεν βρισκόμαστε ακόμα στο σημείο που θέλουμε. Νομίζω ότι έχουν, όμως, δημιουργηθεί οι όροι και οι προϋποθέσεις για να πετύχουμε τους στόχους μας. Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι έχει μία ξεχωριστή αξία να μπορούμε να εντάσσουμε τις επιμέρους πρωτοβουλίες μας σε κοινές κατευθύνσεις.
Οι επενδύσεις, η ανταγωνιστικότητα, η εξωστρέφεια, το ανθρώπινο κεφάλαιο θα έχουν από εδώ και πέρα μία πιο κομβική θέση στις κυβερνητικές επιδιώξεις. Νομίζω το ξέρετε, το καταλαβαίνετε όλοι ότι είναι κρίκοι ουσιαστικά μίας ενιαίας αλυσίδας. Προφανώς, η αύξηση των επενδύσεων δεν είναι ανεξάρτητη από την αδειοδότηση ούτε από την ύπαρξη κατάλληλων υποδομών.
Βέβαια, η αύξηση των αμοιβών συνδέεται με τη σειρά της με την εργασιακή νομοθεσία και προφανώς η παραγωγικότητα της οικονομίας συνδέεται με τις δεξιότητες αλλά και με τη δυνατότητα να έχουμε ανά πάσα στιγμή στη διάθεσή μας το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό, προκειμένου να υποστηρίξουμε τους ρυθμούς ανάπτυξης τους οποίους προσδοκούμε να έχουμε τα επόμενα χρόνια.
Γι’ αυτό και νομίζω ότι έχει αξία αυτό το όργανο να αποκτήσει και πάλι ζωή, υπό την ευθύνη του Αντιπροέδρου, του Κωστή Χατζηδάκη, αλλά νομίζω ότι έχει και μια ξεχωριστή αξία ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, όπου ουσιαστικά έχουμε την ανατροπή μιας παγκόσμιας αρχιτεκτονικής στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις, η οποία ουσιαστικά ξεκίνησε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για την αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης, των ενοποιημένων εφοδιαστικών αλυσίδων, με πρωτεργάτη τις Ηνωμένες Πολιτείες, που ήταν αυτές οι οποίες ουσιαστικά οικοδόμησαν αυτό το σύστημα παγκοσμίου εμπορίου, από το οποίο τώρα έρχονται να πάρουν σημαντικές αποστάσεις.
Είναι μια εποχή με σημαντικά, με απρόβλεπτα ρίσκα για κάθε κράτος. Οπότε, ας μην κρυβόμαστε, αν ούτως ή αλλιώς η δημοσιονομική ευρωστία ήταν το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζαμε όλες τις πολιτικές μας, νομίζω ότι σε αυτή τη συγκυρία αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία. Είναι ο βραχίονας πάνω στον οποίο χτίζεται η συνολική θωράκιση της κοινωνίας μας. Ενώ νομίζω ότι όλοι αντιλαμβάνονται ότι και η πολιτική σταθερότητα και η εσωτερική συνοχή καθίσταται ακόμα μεγαλύτερο ζητούμενο σε έναν κόσμο που θα απειλείται παράλληλα και από γεωπολιτικές εντάσεις αλλά και από οικονομικές τρικυμίες. Οικονομικές τρικυμίες που αυτή τη φορά δεν είναι αποτέλεσμα ενός εξωγενούς σοκ, όπως ήταν ο Covid, αλλά της συνειδητής απόφασης των Ηνωμένων Πολιτειών να αλλάξουν τους κανόνες του παγκόσμιου οικονομικού παιχνιδιού.
Εγώ θέλω να είμαι απολύτως σαφής: η κυβέρνηση και σε αυτές τις δύσκολες συγκυρίες εγγυάται ότι η εθνική οικονομία είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει και τις νέες αυτές προκλήσεις, υλοποιώντας τις δεσμεύσεις μας απέναντι στους πολίτες, αρκεί να μπορούμε πάντα να δρούμε με σύμμαχο την αλήθεια και τη σταθερότητα και, ασφαλώς, όπως είπα, μένοντας στον δρόμο της δημοσιονομικής συνέπειας. Και αυτά θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε σήμερα.
Όσον αφορά τώρα τους δασμούς αυτούς καθαυτούς, όπως γνωρίζετε η Ελλάδα επιμένει να έχουμε μια ενιαία αντίδραση, έτσι ώστε να μπορούμε να είμαστε αποτελεσματικοί στο επίπεδο των 27. Μια αντίδραση η οποία πιστεύω ότι θα εξειδικευτεί τις επόμενες εβδομάδες. Και νομίζω ότι σωστό ήταν ότι δεν αντιδράσαμε άμεσα και σπασμωδικά, διότι το ζήτημα αυτό χρειάζεται πολλή μελέτη και πολύ μεγάλη ανάλυση ως προς τον τρόπο με τον οποίο η Ευρώπη θα αντιδράσει. Ένα είναι βέβαιο: προφανώς θα αγωνιστούμε να υπερασπιστούμε τα εθνικά μας συμφέροντα.
Θέλω να κρατήσω τον πήχη των προσδοκιών χαμηλά, διότι δεν γνωρίζουμε σε καμία περίπτωση πώς θα αντιδράσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Υπάρχει, προφανώς, ένα έντονο ενδιαφέρον το οποίο αφορά μοναδικά προϊόντα του πρωτογενούς τομέα που εξάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ελιές, λάδι, φέτα, είναι προϊόντα τα οποία δεν παράγονται καθόλου στις Ηνωμένες Πολιτείες, οπότε η επιβολή δασμών, στο δικό μου το μυαλό τουλάχιστον, δεν έχει πολύ μεγάλη λογική.
Όμως, είναι επίσης βέβαιο ότι όλες οι δράσεις που αφορούν τη στήριξη της καινοτομίας και της εξωστρέφειας της οικονομίας αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία σε αυτή τη συγκυρία. Η έμφαση την οποία δίνουμε στην ενιαία αγορά και στην άρση των εμποδίων, οι οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσουμε με άλλες σημαντικές οικονομικές δυνάμεις, όπως παραδείγματος χάριν η Ινδία. Όλα αυτά καθίστανται ακόμα πιο σημαντικά σε μια εποχή όπου ουσιαστικά θα πρέπει η ελληνική οικονομία να κυνηγήσει με ακόμα μεγαλύτερη συστηματικότητα την είσοδο ελληνικών προϊόντων σε άλλες αγορές.
Δεν θέλω να πω πολλά περισσότερα γύρω από το ζήτημα αυτό. Να τονίσω μόνο την πολύ μεγάλη σημασία την οποία αποδίδω και στη στήριξη της ελληνικής ναυτιλίας. Η ελληνική ναυτιλία είναι απολύτως κρίσιμη για το παγκόσμιο εμπόριο. Η Ελλάδα είναι μία βασικά ανοιχτή οικονομία η οποία ωφελείται από τους σταθερούς κανόνες του παιχνιδιού.
Οπότε, έχουμε κάθε λόγο να είμαστε σε απόλυτη εγρήγορση. Αλλά αν πρέπει να κρατήσουμε δύο μηνύματα, το πρώτο μήνυμα: η δημοσιονομική σταθερότητα είναι ακόμα πιο σημαντική σήμερα από ό,τι μπορεί να ήταν πριν από μία εβδομάδα. Και δεύτερο: η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, όπως έχουμε δρομολογήσει αυτές τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις, και αυτές γίνονται πιο επείγουσες σε ένα περιβάλλον διεθνούς αναταραχής».