
Του Χριστόφορου Βερναρδάκη*
Η Γαλλία αποτελούσε ανέκαθεν το κυριότερο κοινωνικό και πολιτικό εργαστήριο της Ευρώπης. Έχει επομένως μεγάλη σημασία να αποκωδικοποιηθούν ορισμένες βασικές τάσεις που εκφράστηκαν με τα χθεσινά εκλογικά αποτελέσματα.
Η πρώτη τάση είναι η δραματική συρρίκνωση της ιστορικής «Κεντροδεξιάς». Το παλιό γκωλικό πολιτικό ρεύμα φαίνεται πλέον να ενσωματώνεται στον νέο εθνικισμό της Λεπέν. Το παλαιό ρεύμα του ήπιου οικονομικού φιλελευθερισμού (Ζισκάρ) φαίνεται να διασπάται σε δύο κομμάτια, με το σημαντικότερο κομμάτι του να κινείται στον «κεντρο-νεοφιλελεύθερο» Μακρόν. Ο,τι απομένει από την άλλοτε κραταιά γαλλική Κεντροδεξιά είναι ένα ισχνό 5% της Valérie Pécresse.
Η δεύτερη τάση είναι η ενίσχυση – σταθεροποίηση μιας νέας “ηγεμονικής ακροδεξιάς”. Οφείλεται στην άνοδο ενός ισχυρού ιδεολογικο-πολιτικού ρεύματος που συγχωνεύει την συντηρητική ατζέντα της ασφάλειας / τάξης με το αίτημα ενός νέου εθνικού – κρατικού προστατευτισμού. Είναι η πολιτική ατζέντα της Μαρίν Λεπέν, η οποία τα τελευταία χρόνια ασκεί μια πραγματικά «ηγεμονική» πολιτική διεύρυνσης και ενσωμάτωσης κομματιών της παραδοσιακής γαλλικής δεξιάς. Το ποσοστό της 23% δείχνει ότι στην πολιτική οικογένεια της «Δεξιάς» είναι πλέον ο σημαντικότερος παράγων, ενώ διαθέτει και την εφεδρεία ενός σημαντικού 7% που παρέμεινε πιστό στην σκληρή ακροδεξιά τάση του Ζemmour.
H τρίτη τάση είναι η ενίσχυση της «αριστερής» Αριστεράς. Το άθροισμα Μελανσόν – Ρουσέλ – Πουτού – Αρτώ καταγράφηκε στο 25.8%. Αποτελεί πραγματική αυτοχειρία για τις δυνάμεις της Αριστεράς και ειδικότερα για το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Ρουσέλ) ή το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα (Πουτού) υπό την έννοια ότι υπήρξαν κάποτε σοβαρές συνιστώσες του ενωτικού εγχειρήματος Μελανσόν. Είναι γεγονός ότι η προσωπικότητα Μελανσόν φέρει αρκετές αρνητικές ιδιομορφίες, δεν μπορεί όμως να αγνοηθεί ότι γύρω από την υποψηφιότητά του συγκεντρώθηκαν ισχυρά κινήματα ανατροπής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Η αυτόνομη καταγραφή τους στερεί από τον υποψήφιο της Αριστεράς τη δεύτερη θέση και, κυριολεκτικά, αλλάζει τη φορά των εκλογών.
Αν στην «αριστερή Αριστερά» προστεθούν και οι δυνάμεις των Πρασίνων ή του εναπομείναντος Σοσιαλιστικού Κόμματος το αριθμητικό άθροισμα ξεπερνά το 32%, αλλά το πολιτικό άθροισμα είναι πολύ μεγαλύτερο. Η αδυναμία της πληθυντικής Αριστεράς να λειτουργήσει με το κριτήριο «παράταξης» έχει στερήσει από τις λαϊκές τάξεις στην Γαλλία αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη μια ιστορικών διαστάσεων ανατροπή.
Η τέταρτη τέλος τάση αφορά στη διάλυση του Σοσιαλιστικού Κόμματος, βασικού ιστορικού πυλώνα της γαλλικής Αριστεράς. Το «κόμμα Μακρόν», μία συγχώνευση νεοφιλελευθερισμού και αναβίωσης του γαλλικού ιμπεριαλισμού έχει συγκινήσει ένα μέρους της παλιάς σοσιαλιστικής πολιτικής τάξης και έχει ενσωματώσει επίσης ένα μέρος της φιλελεύθερης αστικής τάξης που έμεινε χωρίς πολιτική εκπροσώπηση. Κατά κάποιον τρόπο, η εξέλιξη αυτή ήταν αναμενόμενη. Η διαχείριση νεοφιλελεύθερων πολιτικών και η προσπάθεια «κεντρώων» λύσεων σε μια κοινωνία που πλήττεται ραγδαία από τη φτώχεια θα οδηγούσε μαθηματικά στην απίσχναση του κόμματος του Φρ. Μιτεράν και στην ανάδειξη τέτοιων μορφωμάτων. Η ευθύνη των τελευταίων ιστορικών ηγετών του Σοσιαλιστικού Κόμματος, όπως ο Φρ. Ολάντ, υπήρξε καταλυτική.
Τουλάχιστον, η κοινωνική και συνδικαλιστική Αριστερά εξακολουθεί να παραμένει πολύ ισχυρή και να δίνει «βρασμό» στο γαλλικό κοινωνικό εργαστήριο.
*Χριστόφορος Βερναρδάκης: Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης ΑΠΘ, Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Α’ Αθήνας
Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο politicalbank.gr είναι προσωπικές και εκφράζουν τον συγγραφέα.