390 λέξεις χρησιμοποίησε χθες ο Πρωθυπουργός για να επιτεθεί ανοικτά στον κύριο Μαρινάκη, χωρίς να τον αναφέρει ονομαστικά, αναφερόμενος όμως στο δημοσίευμα του Βήματος το οποίο είναι ιδιοκτησίας του.
Ο κ. Μητσοτάκης συνέδεσε το δημοσίευμα με την πρόταση δυσπιστίας του κ. Ανδρουλάκη, μίλησε για «φουσκωμένα πορτοφόλια» και κατέληξε λέγοντας, «Αν κάποιος εκδότης, κάποιος μεγαλοεπιχειρηματίας έχει πολιτικές βλέψεις, ας εμφανιστεί ανοιχτά στην πολιτική αρένα».
Οι 390 λέξεις του Μητσοτάκη
Το χαρακτηριστικό απόσπασμα από την ομιλία του Πρωθυπουργού ακολουθεί:
“…..Ένα δημοσίευμα, λοιπόν, το οποίο δεν λέει τίποτα το καινούργιο, διαψεύδεται. Και ενώ φαίνεται ότι δεν υπάρχει κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο, το δημοσίευμα, λοιπόν, υιοθετείται αμέσως από εσάς με το συνηθισμένο οργισμένο και θυμωμένο σας ύφος και θέτετε θέματα δυσπιστίας. Εντυπωσιακά αντανακλαστικά. Κάποιος καχύποπτος θα σας έλεγε ότι γνωρίζατε το δημοσίευμα πριν τυπωθεί η εφημερίδα. Βλέπατε μπροστά.
Το βέβαιο είναι -για να μιλήσουμε λίγο και για δημοσιογραφική δεοντολογία, να το πούμε και αυτό- ότι μέχρι και εφημερίδες με τις οποίες έχουμε βρεθεί πολύ σκληρά απέναντι, όπου έχουμε καταλήξει με κάποιες από αυτές και στα δικαστήρια, κατά κανόνα παίρνουν τηλέφωνο, δυο-τρεις μέρες πριν, να πουν «ποια είναι η άποψη της κυβέρνησης;». Αυτοί μάλλον έκριναν ότι την αντιπολίτευση έπρεπε να ενημερώσουν και όχι την κυβέρνηση για το συγκεκριμένο δημοσίευμα.
Το κάθε επιχειρηματικό συμφέρον έχει το δικαίωμα να διεκδικεί ό,τι θέλει. Μπορεί ακόμα και να θέλει να πέσει μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Η πολιτική είναι αυτή η οποία οφείλει να το συγκρατεί στον ρόλο του.
Εγώ πρώτος αναγνωρίζω ότι κοινωνίες αγγέλων δεν υπάρχουν. Ως φιλελεύθερος πολιτικός, υποστηρίζω τις διακριτές ευθύνες και τα όρια σε μια ανοικτή οικονομία, σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Οι κυβερνήσεις είναι αυτές που ορίζουν τους κανόνες. Και αυτό, βέβαια, οδηγεί ενίοτε σε συγκρούσεις. Αυτό είναι το κόστος των διαφορετικών ρόλων.
Δεν είναι καινούργιο αυτό. Έχουμε ζήσει στην πατρίδα μας εποχές διαπλεκόμενων, έχουμε ζήσει σχέσεις «νταβατζήδων». Είναι εικόνες μιας παλιάς Ελλάδας. Είναι σε μια χώρα που έχει γνωρίσει πολλά. Δεν ξεχνά ούτε το Βατοπέδι, ούτε τους απογόνους του. Αυτή, λοιπόν, είναι η Ελλάδα την οποία θέλουμε να αλλάξουμε.
Και σε ό,τι αφορά εμένα, θα ξαναπώ κάτι το οποίο έχω επαναλάβει πολλές φορές: δεν θα συγκυβερνήσω με κανένα παράκεντρο. Στο τιμόνι του τόπου είναι αυτοί που ψηφίζουν οι πολλοί και όχι οι λίγοι ισχυροί.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε κάποτε αναρωτηθεί ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο. Η απάντηση έχει δοθεί: τον τόπο κυβερνά ο κυρίαρχος λαός, δια των εκλεγμένων αντιπροσώπων του και όχι τα φουσκωμένα πορτοφόλια. Και αν νομίζουν κάποιοι ότι όλοι και όλα είναι εξαγοράσιμα, είναι βαθιά νυχτωμένοι.
Και κάτι τελευταίο, για να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα: αν κάποιος εκδότης, κάποιος μεγαλοεπιχειρηματίας έχει πολιτικές βλέψεις, ας εμφανιστεί ανοιχτά στην πολιτική αρένα. Ο ίδιος, όμως. Όχι μέσω πληρεξουσίων. Και σε άλλες χώρες, ξέρετε, επιχειρηματίες θέλησαν να πολιτευτούν. Ενίοτε έγιναν Πρωθυπουργοί, έγιναν Πρόεδροι.
Αν επιθυμούν, λοιπόν, να εμφανιστούν, να κριθούν, να συγκριθούν και να μετρηθούν”.